- παρερέττω
- παρερέττω,A move as with oars,
τὸ σῶμα Poll.5.71
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸ σῶμα Poll.5.71
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρερέττω — Α κινώ κάτι σαν να κάνω κουπί («ὤσπερ κώπαις τισί παρερέττων τὸ σῶμα», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρέττω, αττ. τ. τού ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek